νηῦς

νηῦς
νηῦς (νέ Od. 24.1), gen. νηός and νεός, dat. νηί, acc. νῆα and νέα, pl. νῆες, νέες, gen. νηῶν, νεῶν, ναῦφιν, dat. νηυσί, νήεσσι, νέεσσιν, ναῦφιν, acc. νῆας, νέας: ship, vessel. The parts of a ship, as named in Homer (see cut under ἔδαφος), are as follows: of the hull, τρόπις, πρῴρη, πρύμνη, ἐπηγκενίδες, πηδάλιον, οἰήια, ἱστός, ἱστοπέδη, ἱστοδόκη, ζυγά, κληῖδες, τροπός. Of the rigging, ἱστία, πείσματα, πόδες, ἐπίτονος, πρότονος. Oar, ἐρετμός, κώπη. Homer mentions ships of burden, φορτίδες, Od. 9.323; otherwise ships of war are meant. Pl., νῆες, the ships, often in the Iliad of the camp of the Greeks, which included νῆες and κλισίαι, Il. 2.688. (See plate IV., at end of volume.)—νῆάδε, to the ship, Od. 13.19.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νηυς — νηῡς, ἡ (Α) (επικ. τ.) βλ. ναυς …   Dictionary of Greek

  • νηῦς — ναῦς ship fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηύς — ναῦς ship fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῆυς — ναῦς ship fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PLANCTAE — insulae maris Euxini, apud os, quae et Cyaneae. Herodot. l. 4. Ε῎πλεε ἐπὶ τὰς Κυανἐας καλευμένας, τὰς πρότεροι Πλαγκτὰς Ε῞λληνές φαςιν εἶναι. Scylax Caryand. Αὗται δὲ αἱ Κυανέαι, ἅς λέγουςιν οἱ Ποιηταὶ Πλαγκτὰς πάλαι εἶναι, καὶ διὰ τούτων πρώτην… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHAROS — I. PHAROS insula Illyrici, a Pariis, Olymp. 98. Ann. 4. adiuvante Dionysiô, colonis repleta, Lesina Italis et Procopio, Phara Porphyrogen. Haar Slavis, ad Ortu in Occidentem ad 60. mill. pass. extensa, 10. mill. pass. a Corcyra Melana in Boream,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίπαν — ἐπίπαν και ἐπὶ πᾱν (AM) επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.) αρχ. 1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευεργής — εὐεργής, ές (Α) 1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσ εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα») 2. εύκολος στην κατεργασία 3. (για χειρουργική… …   Dictionary of Greek

  • ημιδαής — ἡμιδαής, ές (Α) 1. μισοκαμένος, ημίκαυστος («ἡμιδαής δ ἄρα νηῡς λίπετ αὐτόθι», Ομ. Ιλ.) 2. μισοσχισμένος, μισοκομμένος, σχισμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαής < δάος «δαυλός < δαίω «καίω»), πρβλ. πυρ δαής, ταχυ δαής] …   Dictionary of Greek

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • νηΰνδε — νηΰνδε (Α) επίρρ. προς το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηῦν, αιτ. τού νηῦς / ναῦς «πλοίο» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”